- καταμαρτύρηση
- ημαρτυρία, κατηγορία εναντίον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταμαρτυρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμαρτύρηση — η η μαρτυρία εναντίον κάποιου, μήνυση: Τον στενοχώρησες με την καταμαρτύρησή σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταμαρτυρήσῃ — καταμαρτυρέω bear witness against aor subj mid 2nd sg καταμαρτυρέω bear witness against aor subj act 3rd sg καταμαρτυρέω bear witness against fut ind mid 2nd sg καταμαρτυρέω bear witness against aor subj mid 2nd sg καταμαρτυρέω bear witness… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)